- ἀειβλάστησις
- ἀει-βλάστησις, εως, ἡ,A perpetual budding, ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αειβλάστησις — ἀειβλάστησις ( εως), η (Α) η διαρκής, η αέναη βλάστηση … Dictionary of Greek
ἀειβλάστησιν — ἀειβλάστησις perpetual budding fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)